αγγάστρωτη
Смотреть что такое "αγγάστρωτη" в других словарях:
αγγάστρωτος — η, ο εκείνος που δεν γκαστρώθηκε, δεν έμεινε έγκυος: Τη στενοχωρούσε που χρόνια παντρεμένη έμενε αγγάστρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)